κερατινώδης

κερατινώδης
-ες [κερατίνη]
αυτός που αποτελείται από κερατίνη («κερατινώδεις επιπαχύνσεις»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”